τρικαλάμιος

τρικαλάμιος
τρι-κᾰλάμιος [pron. full] [λᾰ], α, ον,
A involving three reeds, ὀνειροθαυπτάνη (sic, v. ὀνειραυτοπτικός)

τρικαλαμία PMag.Par. 1.3172

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρικαλάμιος — ία, ον, Α αυτός που περιλαμβάνει τρεις καλάμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κάλαμος + κατάλ. ιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”